-
1 ατέλεια
[атэлия] ουσ. Θ. несовершенствоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ατέλεια
-
2 налог
ο φόρ/οςльготы на - η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαнеоблагаемый - ом αφορολόγητος, χωρίς φορολογική επιβάρυνσηоблагать - ом φορολογώ, επιβάλλω φόροосвобождение от - ов η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > налог
-
3 недостаток
недостаток м 1) (нехватка} η έλλειψη, η ανεπάρκεια* το έλλειμα (недостача) 2) (дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδι* \недостаток зрения (слуха) η αδύνατη όραση ( ακοή)* * *м2) ( дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδιнедоста́ток зре́ния (слу́ха) — η αδύνατη όραση (ακοή)
-
4 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект
-
5 дефектность
η ελαττωματικότητα, η ύπαρξη ελαττωμάτωνη ατέλεια της κατασκευήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дефектность
-
6 дислокация
1. (крист.) η ατέλεια της κρυσταλλικής δομής 2. (геол) η τεκτονική μετατόπιση/διατάραξη των στρωμάτων των ορυκτών (λόγω κίνησης του φλοιού της Γης) 3. (войск) η διάταξη 4. мед. η εξάρθρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дислокация
-
7 изъян
το ελάττωμα, το ψεγάδι, η ατέλειαс - ом με -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изъян
-
8 недостаток
1. (нехватка) η έλλειψηη ανεπάρκεια2. (несовершенство, дефект) το ελάττωματο μειονέκτημαη ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недостаток
-
9 погрешность
1. (ошибка, неправильность, неточность) το σφάλμα, το λάθος, абсолютная - απόλυτο -квадрантная - τεταρτο-κυκλικό - (πυξίδας), τετρακυκλικό -2. (недостаток, изъян) η ατέλεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрешность
-
10 дефект
дефектм τό ἐλάττωμα, ἡ ἐλαττωματι-κότητα [-ης], ἡ ἀτέλεια. -
11 изъян
изъянм τό ἐλάττωμα, τό ψεγάδι, ἡ ἀτέλεια, ἡ ἔλλειψη [-ις]:с \изъяном ἐλαττωματικός. -
12 недостаток
недостат||окм1. (нехватка) ἡ ἔλλει-Ψη [-ΐζ], ἡ ἀνεπάρκεια:\недостаток рабочих рук ἡ Ελλειψη ἐργατικών χεριών за \недостатокком чего-л. λόγω ἐλλειψης...· не испытывать \недостатокка ни в чем δέν στεροῦμαι τίποτε·2. (несовершенство, дефект) τό ἐλάττωμα, ἡ ἀτέλεια, τό ψεγάδι. -
13 незаконченность
незаконченн||остьж τό ἐλλιπές, τό ἀτελές, ἡ ἀτέλεια. -
14 неполнота
неполнотаж ἡ ἀτέλεια, ἡ ἀνεπάρκεια. -
15 неполноценность
неполноценн||остьж ἡ ἐλαττωματικότητα [-ης], ἡ ἀτέλεια. -
16 несовершенство
несовершенствос ἡ ἀτέλεια, τό ἀτελές, τό ἐλλιπές, ἡ ἐλαττωματικότης. -
17 неполнота
[νιπαλνατά] ουσ. θ. ατέλεια -
18 несовершенство
[νισαβιρσένστβα] ουσ. ο. ατέλεια -
19 неполнота
[νιπαλνατά] ουσ θ ατέλεια -
20 несовершенство
[νισαβιρσένστβα] ουσ ο ατέλεια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀτελείᾳ — ἀτελείᾱͅ , ἀτέλεια incompleteness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτελείᾱͅ , ἀτέλεια incompleteness fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἀτελείᾱͅ , ἀτέλειος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέλεια — incompleteness fem nom/voc sg ἀτέλειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… … Dictionary of Greek
ατέλεια — η 1. έλλειψη τελειότητας, αρτιότητας, ελάττωμα: Θα εκθέσω μερικές από τις ατέλειες που έχει το έργο αυτό. 2. απαλλαγή από την πληρωμή τελών, φόρων: Οι ανάπηροι πολέμου έχουν ατέλεια στα θέατρα και τους κινηματογράφους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτελείας — ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem acc pl ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem acc pl (ionic) ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem gen sg (attic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελείαν — ἀτελείᾱν , ἀτέλεια incompleteness fem acc sg (attic doric ionic aeolic) ἀτελείᾱν , ἀτέλειος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελειῶν — ἀτέλεια incompleteness fem gen pl ἀτέλεια incompleteness fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελείαις — ἀτέλεια incompleteness fem dat pl ἀτέλεια incompleteness fem dat pl (ionic) ἀτέλειος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέλειαι — ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc pl ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc pl (ionic) ἀτέλειος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Освобождение от повинностей — • Άτέλεια, освобождение от повинностей, было или полное (ατέλεια άπάντων), или ограниченное, когда освобождали только от некоторых повинностей, напр. от лейтургий, известных пошлин и податей, или от военной службы (ατέλεια στρατίας) … Реальный словарь классических древностей
ἀτελείη — ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc sg (epic ionic) ἀτέλειος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)