Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ατέλεια

См. также в других словарях:

  • ἀτελείᾳ — ἀτελείᾱͅ , ἀτέλεια incompleteness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτελείᾱͅ , ἀτέλεια incompleteness fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἀτελείᾱͅ , ἀτέλειος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέλεια — incompleteness fem nom/voc sg ἀτέλειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… …   Dictionary of Greek

  • ατέλεια — η 1. έλλειψη τελειότητας, αρτιότητας, ελάττωμα: Θα εκθέσω μερικές από τις ατέλειες που έχει το έργο αυτό. 2. απαλλαγή από την πληρωμή τελών, φόρων: Οι ανάπηροι πολέμου έχουν ατέλεια στα θέατρα και τους κινηματογράφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτελείας — ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem acc pl ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem acc pl (ionic) ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem gen sg (attic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελείαν — ἀτελείᾱν , ἀτέλεια incompleteness fem acc sg (attic doric ionic aeolic) ἀτελείᾱν , ἀτέλειος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελειῶν — ἀτέλεια incompleteness fem gen pl ἀτέλεια incompleteness fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελείαις — ἀτέλεια incompleteness fem dat pl ἀτέλεια incompleteness fem dat pl (ionic) ἀτέλειος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέλειαι — ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc pl ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc pl (ionic) ἀτέλειος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Освобождение от повинностей —    • Άτέλεια,          освобождение от повинностей, было или полное (ατέλεια άπάντων), или ограниченное, когда освобождали только от некоторых повинностей, напр. от лейтургий, известных пошлин и податей, или от военной службы (ατέλεια στρατίας) …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀτελείη — ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc sg (epic ionic) ἀτέλειος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»